- ἐρευγματώδης
- ἐρευγ-μᾰτώδης, ες,A causing eructation,
κρέα Hp.
Acut.(Sp.).49.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρέα Hp.
Acut.(Sp.).49.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ερευγματώδης — ἐρευγματώδης, ες και ἐρευγμώδης, ες (Α) [έρευγμα] αυτός που προκαλεί ρέψιμο («κρέα... ἐρευγματώδεα», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
ἐρευγματώδεα — ἐρευγματώδης causing eructation neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐρευγματώδης causing eructation masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευγματωδέστερα — ἐρευγματώδης causing eructation neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)